Home > Term: εγκατάλειψη
εγκατάλειψη
Κανονιστική άδεια για ένα βοηθητικό πρόγραμμα να σταματήσουν την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας και/ή να τερματίσετε τη συγκεκριμένη εγκατάσταση.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Φυσικό αέριο
- Company: AGA
0
Δημιουργός
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)