Home > Term: άβακας
άβακας
Μια ταμπλέτα που στεφανώνει μια στήλη και πρωτεύουσά του.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Golgotha
- 100% positive feedback