Home > Term: Pirano
Pirano
Ένα λιμάνι της Αυστρίας, στην Αδριατική, 12 μ. ΝΔ. της Τεργέστης, έχει αλάτι-έργα στη γειτονιά, και κατασκευάζει γυαλί, σαπούνι, κ.λπ.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Δημιουργός
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)