Home > Term: δέρμα άλεσμα
δέρμα άλεσμα
Ανακοπεί το επάνω ή/και κάτω μέρος της μια μεγάλη αλουμίνιο πλάκα σε στενή ανοχή.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Metals
- Category: Steel
- Company: Michelle Applebaum Research
0
Δημιουργός
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)