Home > Term: πρόσβαση
πρόσβαση
Ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα για τα άτομα να συμμετάσχουν σε ένα ίδρυμα. συχνά αναφέρεται στις ρυθμίσεις που προσφέρονται στους φοιτητές με ειδικές ανάγκες για να εξασφαλιστεί η μέγιστη ευκαιρία.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
0
Δημιουργός
- athinapt
- 100% positive feedback
(TRILOFOS, Greece)