Home > Term: transvenös
transvenös
Durchlief eine Vene ins Herz. Siehe Endokard >>.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- LeonKlein
- 100% positive feedback
(Munich, Germany)