Home > Term: Lumen
Lumen
Der innere Kanal oder Hohlraum einer Blutgefäß oder Rohr.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- Silke Walter
- 100% positive feedback
(Hamburg, Germany)