Home > Term: syncope
syncope
Une brève période d'inconscience provoquée par l'approvisionnement sanguin insuffisant au cerveau.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- Charles Bench
- 100% positive feedback
(Montreal, Canada)