Home > Term: dilatation
dilatation
L'ouverture progressive d'une artère rétrécie par la fissuration et la compression de la plaque obstructive.
- Μέρος του λόγου: noun
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
0
Δημιουργός
- Helaine
- 100% positive feedback
(Quebec, Canada)